- ομαδικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα σύνολο, σε μία ομάδα ανθρώπων («ομαδικό πνεύμα»)2. αυτός που γίνεται από ομάδες ή κατά ομάδες (α. «ομαδική απεργία» β. «ομαδική αποχώρηση»)3. φρ. α) «ομαδικά αγωνίσματα» ή «ομαδικά αθλήματα» — αθλητικά αγωνίσματα στα οποία συμμετέχουν ομάδες αθλητών, όπως είναι το ποδόσφαιρο, η καλαθόσφαιρα κ.ά.β) «ομαδική θεραπεία»(ψυχολ.) η χρήση τής συζήτησης και άλλων δραστηριοτήτων κατά ομάδες για τη θεραπεία ψυχικών διαταραχώνγ) «ομαδική υστερία»(ψυχολ.) συλλογική συμπεριφορά μιας μεγάλης ομάδας πληθυσμού που αποκλίνει από τα παραδεκτά επίπεδαδ) «ομαδική ψυχολογία» — κλάδος τής ψυχολογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και την ερμηνεία τής ψυχολογίας διαφόρων ομάδων ή μιας κοινωνίαςε) «ομαδική ψύχωση»(ψυχιατρ.) παθολογική κατάσταση με ψυχωσικές εκδηλώσεις σε μεγάλη μερίδα πληθυσμούστ) «ομαδικός γάμος» — σπανιότατη μορφή πολυγαμίας κατά την οποία δύο ή περισσότεροι άνδρες είναι κοινοί σύζυγοι δύο ή περισσότερων γυναικών, αλλ. ομαδογαμία ή κοινογαμία.επίρρ...ομαδικώς και -ά (Μ ὁμαδικῶς)με ομαδικό τρόπο, συλλογικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομάδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.